τετράφαλος: Difference between revisions

6
(41)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που έχει [[τέσσερεις]] μετάλλινες προεξοχές, αλλ. [[τετραφάληρος]] («θλάσσε δὲ τετράφαλον κυνέην», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τετρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[φάλος]] «[[κόσμημα]] της περικεφαλαίας» (<b>πρβλ.</b> [[ἀμφί]]-<i>φαλος</i>)].
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που έχει [[τέσσερεις]] μετάλλινες προεξοχές, αλλ. [[τετραφάληρος]] («θλάσσε δὲ τετράφαλον κυνέην», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τετρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[φάλος]] «[[κόσμημα]] της περικεφαλαίας» (<b>πρβλ.</b> [[ἀμφί]]-<i>φαλος</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''τετράφᾰλος:''' -ον, = προηγ., σε Ομήρ. Ιλ.
}}
}}