παραρτέομαι: Difference between revisions

5
(Bailly1_4)
(5)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=-οῦμαι;<br /><i>c.</i> [[παραρτάω]].
|btext=-οῦμαι;<br /><i>c.</i> [[παραρτάω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''παραρτέομαι:''' Ιων. ρήμ. (πρβλ. [[ἀρτέομαι]]), Μέσ.<br /><b class="num">I.</b> μτβ., [[παρασκευάζω]] [[κάτι]] για κάποιον, <i>παραρτέετο στρατίην</i>, ασχολήθηκε με την [[προετοιμασία]] του στρατεύματος, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> με Παθ. [[σημασία]], βρίσκομαι σε [[επιφυλακή]], στον ίδ.
}}
}}