σκληφρός: Difference between revisions

6
(37)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ά, -όν, Α<br />[[ισχνός]], [[λεπτοφυής]], [[κοκαλιάρης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. ανάγεται στη δισύλλαβη [[ρίζα]] <i>σκελη</i>- του <i>σκέλλομαι</i> «[[είμαι]] [[κατάξερος]], [[ισχνός]]» με μηδενισμένο το πρώτο και απαθές το δεύτερο [[φωνήεν]] (<b>πρβλ.</b> [[σκληρός]]) και έχει σχηματιστεί πιθ. [[κατά]] το [[ελαφρός]] (<b>βλ.</b> και λ. [[σκέλλω]])].
|mltxt=-ά, -όν, Α<br />[[ισχνός]], [[λεπτοφυής]], [[κοκαλιάρης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. ανάγεται στη δισύλλαβη [[ρίζα]] <i>σκελη</i>- του <i>σκέλλομαι</i> «[[είμαι]] [[κατάξερος]], [[ισχνός]]» με μηδενισμένο το πρώτο και απαθές το δεύτερο [[φωνήεν]] (<b>πρβλ.</b> [[σκληρός]]) και έχει σχηματιστεί πιθ. [[κατά]] το [[ελαφρός]] (<b>βλ.</b> και λ. [[σκέλλω]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''σκληφρός:''' -ά, -όν ([[σκέλλω]]), [[ισχνός]], [[λεπτός]], [[λιγνός]], [[αδύνατος]], σε Πλάτ.
}}
}}