λωτοτρόφος: Difference between revisions

5
(23)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λωτοτρόφος]], -ον (Α) αυτός που παράγει λωτούς, που [[είναι]] [[εύφορος]] σε λωτούς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λωτός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>τρόφος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τρέφω]])].
|mltxt=[[λωτοτρόφος]], -ον (Α) αυτός που παράγει λωτούς, που [[είναι]] [[εύφορος]] σε λωτούς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λωτός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>τρόφος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τρέφω]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''λωτοτρόφος:''' -ον ([[λωτός]] I), αυτός που παράγει λωτό, σε Ευρ.
}}
}}