ὑποτοπέω: Difference between revisions

6
(Bailly1_5)
(6)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>impf.</i> ὑπετόπουν, <i>ao.</i> ὑπετόπησα, <i>pf.</i> ὑποτετόπηκα;<br />soupçonner, acc. <i>ou</i> prop. inf.;<br /><i><b>Moy.</b></i> ὑποτοπέομαι-οῦμαι <i>(ao. Pass.) m. sign.</i><br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[τόπος]].
|btext=-ῶ :<br /><i>impf.</i> ὑπετόπουν, <i>ao.</i> ὑπετόπησα, <i>pf.</i> ὑποτετόπηκα;<br />soupçonner, acc. <i>ou</i> prop. inf.;<br /><i><b>Moy.</b></i> ὑποτοπέομαι-οῦμαι <i>(ao. Pass.) m. sign.</i><br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[τόπος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὑποτοπέω:''' αόρ. αʹ <i>-ετόπησα</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[υποπτεύομαι]], [[υποψιάζομαι]], σε Θουκ.· με αιτ. και απαρ., στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ. προσ., τον [[υποπτεύομαι]], στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> ομοίως ως αποθ., ὑποτοπέομαι, αόρ. αʹ <i>ὑπετοπήθην</i>· [[υποψιάζομαι]] [[κάτι]], σε Ηρόδ., Αριστοφ.· με αιτ. και απαρ., [[υποπτεύομαι]] ότι..., σε Ηρόδ., Αριστοφ.
}}
}}