Anonymous

ἀνθυπατικός: Difference between revisions

From LSJ
3
(4)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀνθυπατικός]], -ή, -όν (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει στον ανθύπατο<br /><b>2.</b> «ανθυπατική [[δεκαδαρχία]]» ([[Πλούταρχος]])<br />το [[σώμα]] των χιλιάρχων που είχε αναλάβει υπατικές εξουσίες.
|mltxt=[[ἀνθυπατικός]], -ή, -όν (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει στον ανθύπατο<br /><b>2.</b> «ανθυπατική [[δεκαδαρχία]]» ([[Πλούταρχος]])<br />το [[σώμα]] των χιλιάρχων που είχε αναλάβει υπατικές εξουσίες.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀνθυπᾰτικός:''' -ή, -όν, [[ανθυπατικός]].
}}
}}