ἀντερῶ: Difference between revisions

3
(4)
(3)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἀντερῶ]] (-άω) (Α)<br /><b>1.</b> [[ανταγαπώ]], [[είμαι]] ερωτευμένος με το [[πρόσωπο]] που μ' αγαπά<br /><b>2.</b> [[είμαι]] [[αντεραστής]], [[αντίζηλος]] στον έρωτα.———————— <b>(II)</b><br />[[ἀντερῶ]] (-έω) (Α)<br /><b>1.</b> θα αντιμιλήσω<br /><b>2.</b> (μτχ. πρκ. ως ουσ.) <i>τὰ ἀντειρημένα</i><br />οι αντιρρήσεις.
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἀντερῶ]] (-άω) (Α)<br /><b>1.</b> [[ανταγαπώ]], [[είμαι]] ερωτευμένος με το [[πρόσωπο]] που μ' αγαπά<br /><b>2.</b> [[είμαι]] [[αντεραστής]], [[αντίζηλος]] στον έρωτα.———————— <b>(II)</b><br />[[ἀντερῶ]] (-έω) (Α)<br /><b>1.</b> θα αντιμιλήσω<br /><b>2.</b> (μτχ. πρκ. ως ουσ.) <i>τὰ ἀντειρημένα</i><br />οι αντιρρήσεις.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀντερῶ:''' μέλ. [[χωρίς]] ενεστώτα σε [[χρήση]]· παρακ. <i>ἀντείρηκα</i> (πρβλ. [[ἀντεῖπον]])· [[μιλώ]] ενάντια, [[αντικρούω]], σε Σοφ.· τι [[πρός]] τινα, σε Αριστοφ.· με απαρ., [[αρνούμαι]], σε Αισχύλ. — Παθ., <i>οὐδὲν ἀντερήσεται</i>, δεν θα δοθεί καμία [[άρνηση]], σε Σοφ.·
}}
}}