ἀνεμέσητος: Difference between revisions

3
(4)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀνεμέσητος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[εκείνος]] που δεν [[είναι]] δυνατόν να προκαλέσει τη [[νέμεση]], μη αξιόμεμπτος, μη [[κατακριτέος]]<br /><b>2.</b> αυτός που δεν προκαλεί φθόνο, [[αβάσκαντος]].
|mltxt=[[ἀνεμέσητος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[εκείνος]] που δεν [[είναι]] δυνατόν να προκαλέσει τη [[νέμεση]], μη αξιόμεμπτος, μη [[κατακριτέος]]<br /><b>2.</b> αυτός που δεν προκαλεί φθόνο, [[αβάσκαντος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀνεμέσητος:''' -ον, μη [[άξιος]] μομφής, μη [[άξιος]] κατάκρισης, προσβολής, σε Πλάτ.
}}
}}