ἀνώλεθρος: Difference between revisions

3
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀνώλεθρος]], -ον (Α) [[όλεθρος]]<br /><b>1.</b> αυτός που δεν υπόκειται σε [[φθορά]] ή [[καταστροφή]], ο [[άφθαρτος]], ο [[αιώνιος]]<br /><b>2.</b> <b>ενεργ.</b> αυτός που δεν προκαλεί [[καταστροφή]] ή θάνατο, [[αβλαβής]].
|mltxt=[[ἀνώλεθρος]], -ον (Α) [[όλεθρος]]<br /><b>1.</b> αυτός που δεν υπόκειται σε [[φθορά]] ή [[καταστροφή]], ο [[άφθαρτος]], ο [[αιώνιος]]<br /><b>2.</b> <b>ενεργ.</b> αυτός που δεν προκαλεί [[καταστροφή]] ή θάνατο, [[αβλαβής]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀνώλεθρος:''' -ον ([[ὄλεθρος]]), [[άφθαρτος]], [[ακατάλυτος]], σε Πλάτ.· Επικ. <i>ἀν-όλεθρος</i>, έχοντας ξεφύγει τον όλεθρο, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
}}