δόχμιος: Difference between revisions

4
(9)
(4)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[δόχμιος]], -ία, -ιον (Α)<br /><b>1.</b> [[πλάγιος]], [[λοξός]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[δόχμιος]] [[πούς]]» — [[πεντασύλλαβος]] [[πους]] της αρχαίας μετρικής με βασικό [[σχήμα]] υ- - υ-, το οποίο επιδέχεται 30 παραλλαγές<br /><b>3.</b> (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) <i>δόχμια</i><br />[[πλάγια]].
|mltxt=[[δόχμιος]], -ία, -ιον (Α)<br /><b>1.</b> [[πλάγιος]], [[λοξός]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[δόχμιος]] [[πούς]]» — [[πεντασύλλαβος]] [[πους]] της αρχαίας μετρικής με βασικό [[σχήμα]] υ- - υ-, το οποίο επιδέχεται 30 παραλλαγές<br /><b>3.</b> (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) <i>δόχμια</i><br />[[πλάγια]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''δόχμιος:''' -α, -ον ([[δοχμός]]), [[σταυρωτός]], [[διάμεσος]], [[λοξός]], [[πλάγιος]], όπως το [[πλάγιος]], Λατ. [[obliquus]], σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ.
}}
}}