ἀπορρύπτω: Difference between revisions

3
(5)
(3)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀπορρύπτω]] (Α) [[ρύπτω]]<br /><b>1.</b> [[καθαρίζω]] προσεκτικά<br /><b>2.</b> [[ξεπλένω]].
|mltxt=[[ἀπορρύπτω]] (Α) [[ρύπτω]]<br /><b>1.</b> [[καθαρίζω]] προσεκτικά<br /><b>2.</b> [[ξεπλένω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀπορρύπτω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, [[ξεπλένω]] τη βρωμιά, [[καθαρίζω]] σχολαστικά, σε Λουκ. — Μέσ., [[καθαρίζω]] προσεκτικά τον εαυτό μου, ξεπλένομαι, σε Πλούτ.
}}
}}