3,277,206
edits
(26) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (Α [[μυλωθρός]], θηλ. [[μυλωθρίς]], -[[ίδος]])<br />[[ιδιοκτήτης]] μύλου σιτηρών, [[μυλωνάς]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[εργάτης]] που δουλεύει σε αλευρόμυλο<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>ως επίθ.</b> [[μυλωθρός]], -<i>όν</i><br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή χρησιμοποιείται στον μύλο («μυλωθρὸς ᾠδή»)<br /><b>2.</b> (<b>το θηλ. ως κύριο όν.</b>) <i>Μυλωθρίς</i><br />[[τίτλος]] κωμωδίας του Ευβούλου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μύλη]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -[[θρος]]. Πιθ. μέσω ενός αμάρτυρου ρ. [[μυλόω]] (<b>πρβλ.</b> <i>νω</i>-<i>θρός</i>)]. | |mltxt=ο (Α [[μυλωθρός]], θηλ. [[μυλωθρίς]], -[[ίδος]])<br />[[ιδιοκτήτης]] μύλου σιτηρών, [[μυλωνάς]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[εργάτης]] που δουλεύει σε αλευρόμυλο<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>ως επίθ.</b> [[μυλωθρός]], -<i>όν</i><br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή χρησιμοποιείται στον μύλο («μυλωθρὸς ᾠδή»)<br /><b>2.</b> (<b>το θηλ. ως κύριο όν.</b>) <i>Μυλωθρίς</i><br />[[τίτλος]] κωμωδίας του Ευβούλου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μύλη]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -[[θρος]]. Πιθ. μέσω ενός αμάρτυρου ρ. [[μυλόω]] (<b>πρβλ.</b> <i>νω</i>-<i>θρός</i>)]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''μῠλωθρός:''' ὁ ([[μύλη]]), μυλωνάς που διατηρεί σκλάβους για να δουλεύουν τον μύλο του, σε Δημ. | |||
}} | }} |