μελαγχαίτης: Difference between revisions

5
(24)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μελαγχαίτης]], δωρ. τ. μελαγχαίτας, ὁ (Α)<br />(για τους Κενταύρους και για τον Άδη) [[μαύρος]], [[σκοτεινός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλας]], -<i>ανος</i> <span style="color: red;">+</span> [[χαίτη]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>πυρο</i>-<i>χαίτης</i>, <i>χρυσο</i>-<i>χαίτης</i>)].
|mltxt=[[μελαγχαίτης]], δωρ. τ. μελαγχαίτας, ὁ (Α)<br />(για τους Κενταύρους και για τον Άδη) [[μαύρος]], [[σκοτεινός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλας]], -<i>ανος</i> <span style="color: red;">+</span> [[χαίτη]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>πυρο</i>-<i>χαίτης</i>, <i>χρυσο</i>-<i>χαίτης</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μελαγχαίτης:''' -ου, ὁ ([[χαίτη]]), αυτός που έχει μαύρα μαλλιά, επίθ. που αποδίδεται στους Κένταυρους, σε Ησίοδ., Σοφ., Ευρ.
}}
}}