ἀρχαϊκός: Difference between revisions

3
(6)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (AM [[ἀρχαϊκός]], -ή, -όν) [[αρχαίος]]<br />αυτός που μιμείται ή θυμίζει τους αρχαίους στη [[γλώσσα]], στις σκέψεις ή στο [[ντύσιμο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[εκείνος]] που ανήκει στους προκλασικούς χρόνους (7ο και 6ο π.Χ. αιώνα).
|mltxt=-ή, -ό (AM [[ἀρχαϊκός]], -ή, -όν) [[αρχαίος]]<br />αυτός που μιμείται ή θυμίζει τους αρχαίους στη [[γλώσσα]], στις σκέψεις ή στο [[ντύσιμο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[εκείνος]] που ανήκει στους προκλασικούς χρόνους (7ο και 6ο π.Χ. αιώνα).
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀρχᾱϊκός:''' -ή, -όν ([[ἀρχαῖος]]), [[παλιομοδίτικος]], απαρχαιωμένος, [[αρχέγονος]], <i>ἀρχαϊκὰ φρονεῖν</i>, σε Αριστοφ.
}}
}}