ἄσταχυς: Difference between revisions

3
(6)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἄσταχυς]], ο (Α)<br /><b>1.</b> το [[στάχι]]<br /><b>2.</b> [[είδος]] επιδέσμου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- (προθεματικό) <span style="color: red;">+</span> [[στάχυς]], ενώ κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], το <i>α</i>- πιθ. να προήλθε με [[αποκοπή]] της προθέσεως <i>ανά</i>].
|mltxt=[[ἄσταχυς]], ο (Α)<br /><b>1.</b> το [[στάχι]]<br /><b>2.</b> [[είδος]] επιδέσμου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- (προθεματικό) <span style="color: red;">+</span> [[στάχυς]], ενώ κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], το <i>α</i>- πιθ. να προήλθε με [[αποκοπή]] της προθέσεως <i>ανά</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἄστᾰχυς:''' -υος, ὁ (<i>α ευφωνικό</i>, <i>σταχύς</i>), [[στάχυ]] από [[σιτηρά]], σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.
}}
}}