αὐθέκαστος: Difference between revisions

3
(6)
(3)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[αὐθέκαστος]], -ον (AM)<br />[[απότομος]], [[θρασύς]], [[αυθάδης]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[αυθαίρετος]]<br /><b>2.</b> [[αυτάρκης]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> όποιος λέει [[κάθε]] [[πράγμα]] με το πραγματικό του όνομα, ο [[ειλικρινής]]<br /><b>2.</b> (για λόγο) [[σαφής]], [[απερίφραστος]].
|mltxt=[[αὐθέκαστος]], -ον (AM)<br />[[απότομος]], [[θρασύς]], [[αυθάδης]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[αυθαίρετος]]<br /><b>2.</b> [[αυτάρκης]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> όποιος λέει [[κάθε]] [[πράγμα]] με το πραγματικό του όνομα, ο [[ειλικρινής]]<br /><b>2.</b> (για λόγο) [[σαφής]], [[απερίφραστος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''αὐθέκαστος:''' -ον, αυτός που λέει τα πράγματα με το όνομά τους, σε Αριστ.
}}
}}