βαλλήν: Difference between revisions

3
(7)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[βαλλήν]] και [[βαλήν]], ο (Α)<br /><b>1.</b> [[βασιλιάς]]<br /><b>2.</b> [[ονομασία]] μυθικού πολύτιμου λίθου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Κατά την επικρατέστερη [[άποψη]], λ. μικρασιατικής προέλευσης, πιθ. φρυγική. Ο [[συσχετισμός]] του τ. [[βαλλήν]] με λατ. <i>d</i><i>ē</i><i>bilis</i> «[[ανάπηρος]], [[ασθενής]]» ή με το χαρ. Α' <i>wal</i>- ή Β' <i>walo</i> «[[βασιλιάς]]» ή, [[τέλος]], με υποθετικό αραμ. <i>ba</i>'<i>l</i><i>ē</i><i>na</i> «κύριός μας» δεν φαίνεται [[δυνατός]]].
|mltxt=[[βαλλήν]] και [[βαλήν]], ο (Α)<br /><b>1.</b> [[βασιλιάς]]<br /><b>2.</b> [[ονομασία]] μυθικού πολύτιμου λίθου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Κατά την επικρατέστερη [[άποψη]], λ. μικρασιατικής προέλευσης, πιθ. φρυγική. Ο [[συσχετισμός]] του τ. [[βαλλήν]] με λατ. <i>d</i><i>ē</i><i>bilis</i> «[[ανάπηρος]], [[ασθενής]]» ή με το χαρ. Α' <i>wal</i>- ή Β' <i>walo</i> «[[βασιλιάς]]» ή, [[τέλος]], με υποθετικό αραμ. <i>ba</i>'<i>l</i><i>ē</i><i>na</i> «κύριός μας» δεν φαίνεται [[δυνατός]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''βαλλήν:''' ὁ, [[βασιλιάς]], σε Αισχύλ. [πιθ. προέρχεται από το [[Baal]], [[Bel]] (= [[κύριος]]), εβραϊκές λέξεις].
}}
}}