γαμέτης: Difference between revisions
Πονηρός ἐστι πᾶς ἀχάριστος ἄνθρωπος (Πονηρός ἐστ' ἄνθρωπος πᾶς τις † ἀχάριστος) → Ingratus omnis homo non est, quin sit malus → Ein jeder Mensch, der Dankbarkeit nicht kennt, ist schlecht
(8) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (Α [[γαμέτης]], ο, θηλ. [[γαμέτις]], -ιδος, η)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>βιολ.</b> καθένα από τα ειδικά κύτταρα με τη [[συγχώνευση]] τών οποίων επιτελείται η αμφιγονική [[αναπαραγωγή]] τών ζώντων οργανισμών ([[γονιμοποίηση]])<br /><b>αρχ.</b><br />[[σύζυγος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> [[γαμέτης]] <span style="color: red;"><</span> [[γαμετή]]<br />[[γαμέτις]] <span style="color: red;"><</span> [[γαμέτης]]. | |mltxt=ο (Α [[γαμέτης]], ο, θηλ. [[γαμέτις]], -ιδος, η)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>βιολ.</b> καθένα από τα ειδικά κύτταρα με τη [[συγχώνευση]] τών οποίων επιτελείται η αμφιγονική [[αναπαραγωγή]] τών ζώντων οργανισμών ([[γονιμοποίηση]])<br /><b>αρχ.</b><br />[[σύζυγος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> [[γαμέτης]] <span style="color: red;"><</span> [[γαμετή]]<br />[[γαμέτις]] <span style="color: red;"><</span> [[γαμέτης]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''γᾰμέτης:''' -ου, ὁ ([[γαμέω]]), [[σύζυγος]], [[σύντροφος]], σε Αισχύλ., Ευρ.· Δωρ. γεν. <i>γαμέτα</i>, στον ίδ.· θηλ. γᾰμέτις, <i>-ιδος</i>, η [[σύζυγος]], σε Ανθ. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:56, 30 December 2018
English (LSJ)
ου, ὁ,
A husband, spouse, A.Pr.897 (lyr.), E.Tr.311 (lyr.), Euph.107.3; poet. word used by X.Cyr.4.6.3, and late, PLond.5.1711.53 (vi A. D.); Dor. gen. γαμέτα E.Supp.998 (lyr.):— fem. γᾰμέτις, ιδος, a wife, dub. in AP5.179 (Mel.), cf. IPE2.298.10 (Panticapaeum).
German (Pape)
[Seite 472] ὁ, Gatte, Aesch. Prom. 897; Eur. Tr. 312 u. öfter; Prosa, Xen. Cyr. 4, 6, 3.
Greek (Liddell-Scott)
γᾰμέτης: -ου, ὁ, ἀνήρ, σύζυγος, Αἰσχύλ. Πρ. 896. Εὐρ. Τρῳ. 312· ποιητ. λέξ. ἐν χρήσει παρὰ Ξενοφ. Κύρ. 4. 6, 3· Δωρ. γεν. γαμέτα, Εὐρ. Ἱκέτ. 998·― θηλ. γᾰμέτις, ιδος, σύζυγος, Ἀνθ. Π. 5. 180.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
époux, mari.
Étymologie: γαμέω.
Syn. ἀκοίτης.
Spanish (DGE)
(γᾰμέτης) -ου, ὁ
• Alolema(s): dór. γαμέτας A.Pr.897, E.Supp.998, Tr.311, Call.Fr.228.12
1 esposo, marido A.l.c., E.ll.cc., X.Cyr.4.6.3, Call.l.c., Euph.133.3, Plu.Cat.Ma.20, PNess.18.17 (VI a.C.), PLond.1711.53 (VI d.C.).
2 de anim. el macho, Ael.VH 3.42, NA 2.10.
Greek Monolingual
ο (Α γαμέτης, ο, θηλ. γαμέτις, -ιδος, η)
νεοελλ.
βιολ. καθένα από τα ειδικά κύτταρα με τη συγχώνευση τών οποίων επιτελείται η αμφιγονική αναπαραγωγή τών ζώντων οργανισμών (γονιμοποίηση)
αρχ.
σύζυγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. γαμέτης < γαμετή
γαμέτις < γαμέτης.
Greek Monotonic
γᾰμέτης: -ου, ὁ (γαμέω), σύζυγος, σύντροφος, σε Αισχύλ., Ευρ.· Δωρ. γεν. γαμέτα, στον ίδ.· θηλ. γᾰμέτις, -ιδος, η σύζυγος, σε Ανθ.