γαμέτης: Difference between revisions

3
(8)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (Α [[γαμέτης]], ο, θηλ. [[γαμέτις]], -ιδος, η)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>βιολ.</b> καθένα από τα ειδικά κύτταρα με τη [[συγχώνευση]] τών οποίων επιτελείται η αμφιγονική [[αναπαραγωγή]] τών ζώντων οργανισμών ([[γονιμοποίηση]])<br /><b>αρχ.</b><br />[[σύζυγος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> [[γαμέτης]] <span style="color: red;"><</span> [[γαμετή]]<br />[[γαμέτις]] <span style="color: red;"><</span> [[γαμέτης]].
|mltxt=ο (Α [[γαμέτης]], ο, θηλ. [[γαμέτις]], -ιδος, η)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>βιολ.</b> καθένα από τα ειδικά κύτταρα με τη [[συγχώνευση]] τών οποίων επιτελείται η αμφιγονική [[αναπαραγωγή]] τών ζώντων οργανισμών ([[γονιμοποίηση]])<br /><b>αρχ.</b><br />[[σύζυγος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> [[γαμέτης]] <span style="color: red;"><</span> [[γαμετή]]<br />[[γαμέτις]] <span style="color: red;"><</span> [[γαμέτης]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''γᾰμέτης:''' -ου, ὁ ([[γαμέω]]), [[σύζυγος]], [[σύντροφος]], σε Αισχύλ., Ευρ.· Δωρ. γεν. <i>γαμέτα</i>, στον ίδ.· θηλ. γᾰμέτις, <i>-ιδος</i>, η [[σύζυγος]], σε Ανθ.
}}
}}