δίγλωσσος: Difference between revisions

4
(9)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α -σσος, -ον και -ττος, -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει δύο γλώσσες<br /><b>2.</b> αυτός που μιλά δύο γλώσσες<br /><b>3.</b> (για επιγραφές, βιβλία, νόμους <b>κ.λπ.</b>) ο συντεταγμένος σε δύο γλώσσες<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το δίγλωσσο</i><br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[δόλιος]], [[απατηλός]] («[[οὕτως]] ὁ ἁμαρτωλὸς ὁ [[δίγλωσσος]]», ΠΔ)<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο δίγλωττος</i> αυτός που μιλά δύο γλώσσες<br />β) ο [[διερμηνέας]].
|mltxt=-η, -ο (Α -σσος, -ον και -ττος, -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει δύο γλώσσες<br /><b>2.</b> αυτός που μιλά δύο γλώσσες<br /><b>3.</b> (για επιγραφές, βιβλία, νόμους <b>κ.λπ.</b>) ο συντεταγμένος σε δύο γλώσσες<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το δίγλωσσο</i><br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[δόλιος]], [[απατηλός]] («[[οὕτως]] ὁ ἁμαρτωλὸς ὁ [[δίγλωσσος]]», ΠΔ)<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο δίγλωττος</i> αυτός που μιλά δύο γλώσσες<br />β) ο [[διερμηνέας]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''δίγλωσσος:''' Αττ. -ττος, <i>-ον</i> ([[γλῶσσα]])·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που ομιλεί [[δύο]] γλώσσες, Λατ. [[bilinguis]], σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> ως ουσ., [[δίγλωσσος]], <i>ὁ</i>, [[διερμηνέας]], [[μεταφραστής]], σε Πλούτ.
}}
}}