διεξοδικός: Difference between revisions

4
(9)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (AM [[διεξοδικός]], -ή, -όν) [[διέξοδος]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[λεπτομερής]], [[εκτενής]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει στη διέξοδο ή [[είναι]] [[κατάλληλος]] γι' αυτήν<br /><b>2.</b> <b>μαθ.</b> (για επίπεδη [[γραμμή]]) αυτός που παράγεται με [[τράβηγμα]], [[χάραγμα]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το διεξοδικόν</i><br />το [[μέρος]] του σώματος απ' όπου αποβάλλονται τα περιττώματα.
|mltxt=-ή, -ό (AM [[διεξοδικός]], -ή, -όν) [[διέξοδος]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[λεπτομερής]], [[εκτενής]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει στη διέξοδο ή [[είναι]] [[κατάλληλος]] γι' αυτήν<br /><b>2.</b> <b>μαθ.</b> (για επίπεδη [[γραμμή]]) αυτός που παράγεται με [[τράβηγμα]], [[χάραγμα]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το διεξοδικόν</i><br />το [[μέρος]] του σώματος απ' όπου αποβάλλονται τα περιττώματα.
}}
{{lsm
|lsmtext='''διεξοδικός:''' -ή, -όν, [[εκτενής]], [[λεπτομερής]], [[αναλυτικός]], σε Πλούτ.
}}
}}