δυσάλγητος: Difference between revisions

4
(9)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[δυσάλγητος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που προκαλεί σφοδρούς πόνους<br /><b>2.</b> [[αναίσθητος]], [[σκληρόκαρδος]].
|mltxt=[[δυσάλγητος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που προκαλεί σφοδρούς πόνους<br /><b>2.</b> [[αναίσθητος]], [[σκληρόκαρδος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''δυσάλγητος:''' -ον ([[ἀλγέω]]), [[αναίσθητος]], [[σκληρόκαρδος]], [[ανάλγητος]], σε Σοφ.
}}
}}