δυσπέμφελος: Difference between revisions

4
(10)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[δυσπέμφελος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> (για [[θάλασσα]]) αυτός που δύσκολα διαπλέεται, [[τρικυμιώδης]]<br /><b>2.</b> [[δυσμενής]], [[δυσάρεστος]]<br /><b>3.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[αγροίκος]], [[δύστροπος]]<br /><b>4.</b> (για πράγμ. ή καταστ.) [[τραχύς]], [[δύσκολος]].
|mltxt=[[δυσπέμφελος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> (για [[θάλασσα]]) αυτός που δύσκολα διαπλέεται, [[τρικυμιώδης]]<br /><b>2.</b> [[δυσμενής]], [[δυσάρεστος]]<br /><b>3.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[αγροίκος]], [[δύστροπος]]<br /><b>4.</b> (για πράγμ. ή καταστ.) [[τραχύς]], [[δύσκολος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''δυσπέμφελος:''' -ον (πιθ. από την [[ίδια]] [[ρίζα]] με το <i>πέμφ-ιξ</i>), λέγεται για τη [[θάλασσα]], ταραγμένη και [[τρικυμιώδης]], φουρτουνιασμένη, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ.· μεταφ., [[αγενής]], [[απρεπής]], [[δύστροπος]], σε Ησίοδ.
}}
}}