3,277,121
edits
(10) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[δυσπέμφελος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> (για [[θάλασσα]]) αυτός που δύσκολα διαπλέεται, [[τρικυμιώδης]]<br /><b>2.</b> [[δυσμενής]], [[δυσάρεστος]]<br /><b>3.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[αγροίκος]], [[δύστροπος]]<br /><b>4.</b> (για πράγμ. ή καταστ.) [[τραχύς]], [[δύσκολος]]. | |mltxt=[[δυσπέμφελος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> (για [[θάλασσα]]) αυτός που δύσκολα διαπλέεται, [[τρικυμιώδης]]<br /><b>2.</b> [[δυσμενής]], [[δυσάρεστος]]<br /><b>3.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[αγροίκος]], [[δύστροπος]]<br /><b>4.</b> (για πράγμ. ή καταστ.) [[τραχύς]], [[δύσκολος]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''δυσπέμφελος:''' -ον (πιθ. από την [[ίδια]] [[ρίζα]] με το <i>πέμφ-ιξ</i>), λέγεται για τη [[θάλασσα]], ταραγμένη και [[τρικυμιώδης]], φουρτουνιασμένη, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ.· μεταφ., [[αγενής]], [[απρεπής]], [[δύστροπος]], σε Ησίοδ. | |||
}} | }} |