δυσέλεγκτος: Difference between revisions

4
(10)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[δυσέλεγκτος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που δύσκολα ελέγχεται, αναιρείται<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το δυσέλεγκτον</i><br />η [[ιδιότητα]] του δυσερεύνητου.
|mltxt=[[δυσέλεγκτος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που δύσκολα ελέγχεται, αναιρείται<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το δυσέλεγκτον</i><br />η [[ιδιότητα]] του δυσερεύνητου.
}}
{{lsm
|lsmtext='''δυσέλεγκτος:''' -ον ([[ἐλέγχω]]), αυτός που δύσκολα ελέγχεται, [[δυσεξέλεγκτος]], σε Λουκ.
}}
}}