3,277,649
edits
(10) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[δυσέλεγκτος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που δύσκολα ελέγχεται, αναιρείται<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το δυσέλεγκτον</i><br />η [[ιδιότητα]] του δυσερεύνητου. | |mltxt=[[δυσέλεγκτος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που δύσκολα ελέγχεται, αναιρείται<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το δυσέλεγκτον</i><br />η [[ιδιότητα]] του δυσερεύνητου. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''δυσέλεγκτος:''' -ον ([[ἐλέγχω]]), αυτός που δύσκολα ελέγχεται, [[δυσεξέλεγκτος]], σε Λουκ. | |||
}} | }} |