ἐκχρηματίζομαι: Difference between revisions

4
(11)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐκχρηματίζομαι]] (Α)<br /><b>1.</b> χρηματίζομαι σε [[βάρος]] άλλου, πιέζοντας κάποιον του [[παίρνω]] χρήματα, [[αργυρολογώ]]<br /><b>2.</b> [[εισπράττω]] συνεισφορές.
|mltxt=[[ἐκχρηματίζομαι]] (Α)<br /><b>1.</b> χρηματίζομαι σε [[βάρος]] άλλου, πιέζοντας κάποιον του [[παίρνω]] χρήματα, [[αργυρολογώ]]<br /><b>2.</b> [[εισπράττω]] συνεισφορές.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐκχρηματίζομαι:''' αποθ., [[αποσπώ]] χρήματα, [[εισπράττω]] εισφορές, [[φορολογώ]], <i>τινα</i>, σε Θουκ.
}}
}}