3,274,917
edits
(11) |
(4) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Μ [[ἔμφοβος]], -ον)<br />φοβισμένος, τρομαγμένος, [[έντρομος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[τρομερός]] [[φοβερός]], αυτός που εμπνέει φόβο<br /><b>2.</b> αυτός που κατέχεται από [[θείο]] φόβο. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>εμφόβως</i><br />με φόβο, φοβισμένα, [[δειλά]]. | |mltxt=-η, -ο (Μ [[ἔμφοβος]], -ον)<br />φοβισμένος, τρομαγμένος, [[έντρομος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[τρομερός]] [[φοβερός]], αυτός που εμπνέει φόβο<br /><b>2.</b> αυτός που κατέχεται από [[θείο]] φόβο. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>εμφόβως</i><br />με φόβο, φοβισμένα, [[δειλά]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἔμφοβος:''' -ον (ἐν), [[τρομακτικός]], [[φρικτός]], Λατ. [[formidolosus]], σε Σοφ. | |||
}} | }} |