ἔμφοβος: Difference between revisions

4
(11)
(4)
Line 30: Line 30:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Μ [[ἔμφοβος]], -ον)<br />φοβισμένος, τρομαγμένος, [[έντρομος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[τρομερός]] [[φοβερός]], αυτός που εμπνέει φόβο<br /><b>2.</b> αυτός που κατέχεται από [[θείο]] φόβο. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>εμφόβως</i><br />με φόβο, φοβισμένα, [[δειλά]].
|mltxt=-η, -ο (Μ [[ἔμφοβος]], -ον)<br />φοβισμένος, τρομαγμένος, [[έντρομος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[τρομερός]] [[φοβερός]], αυτός που εμπνέει φόβο<br /><b>2.</b> αυτός που κατέχεται από [[θείο]] φόβο. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>εμφόβως</i><br />με φόβο, φοβισμένα, [[δειλά]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἔμφοβος:''' -ον (ἐν), [[τρομακτικός]], [[φρικτός]], Λατ. [[formidolosus]], σε Σοφ.
}}
}}