ἐμπολαῖος: Difference between revisions

4
(11)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=ἐμπολαῑος, -α, -ον (AM)<br />(ως επίθ. του Ερμή) αυτός που ανήκει στο [[εμπόριο]] ή το προστατεύει (α. «Ἐρμᾱ 'μπολαῑε», <b>Αριστοφ.</b><br />β. «ἐμπορευτικὸς καὶ ἐμπολαῑος καὶ [[κερδῷος]]», Ευστάθ.).
|mltxt=ἐμπολαῑος, -α, -ον (AM)<br />(ως επίθ. του Ερμή) αυτός που ανήκει στο [[εμπόριο]] ή το προστατεύει (α. «Ἐρμᾱ 'μπολαῑε», <b>Αριστοφ.</b><br />β. «ἐμπορευτικὸς καὶ ἐμπολαῑος καὶ [[κερδῷος]]», Ευστάθ.).
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐμπολαῖος:''' -α, -ον, αυτός που έχει [[σχέση]] με το [[εμπόριο]], σε Αριστοφ.
}}
}}