ἐννεάκρουνος: Difference between revisions

4
(12)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἐννεάκρουνος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[εννέα]] κρουνούς, που χύνεται από [[εννέα]] κρουνούς ή πηγές<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> (για ρήτορα) [[χειμαρρώδης]], [[ευφραδής]]<br /><b>2.</b> (<b>το θηλ. ως κύριο όν.</b>) <i>ἡ Ἐννεάκρουνος</i><br />[[πηγή]] στην αρχαία Αθήνα με [[εννέα]] κρουνούς, η Καλλιρρόη, [[κατά]] την προηγούμενη [[ονομασία]] της.
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἐννεάκρουνος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[εννέα]] κρουνούς, που χύνεται από [[εννέα]] κρουνούς ή πηγές<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> (για ρήτορα) [[χειμαρρώδης]], [[ευφραδής]]<br /><b>2.</b> (<b>το θηλ. ως κύριο όν.</b>) <i>ἡ Ἐννεάκρουνος</i><br />[[πηγή]] στην αρχαία Αθήνα με [[εννέα]] κρουνούς, η Καλλιρρόη, [[κατά]] την προηγούμενη [[ονομασία]] της.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐννεάκρουνος:''' -ον, αυτός που έχει [[εννιά]] πηγές, όνομα βρύσης στην Αθήνα, που καλούνταν επίσης <i>Καλλιρόη</i>, σε Ηρόδ., Θουκ.
}}
}}