Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἑλικοβλέφαρος: Difference between revisions

From LSJ

Θεῷ μάχεσθαι δεινόν ἐστι καὶ τύχῃ → Obsistere est difficile fortunae et deo → Mit Gott zu kämpfen ist gefährlich und dem Glück

Menander, Monostichoi, 247
(11)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἑλικοβλέφαρος]], -ον (Α)<br />(για [[γυναίκα]]) αυτή που ρίχνει γρήγορες ματιές.
|mltxt=[[ἑλικοβλέφαρος]], -ον (Α)<br />(για [[γυναίκα]]) αυτή που ρίχνει γρήγορες ματιές.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἑλῐκοβλέφᾰρος:''' -ον ([[βλέφαρον]]), αυτός που έχει γυριστά βλέφαρα, που έχει ζωηρό [[βλέμμα]], σε Ομηρ. Ύμν.
}}
}}

Revision as of 22:42, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑλῐκοβλέφᾰρος Medium diacritics: ἑλικοβλέφαρος Low diacritics: ελικοβλέφαρος Capitals: ΕΛΙΚΟΒΛΕΦΑΡΟΣ
Transliteration A: helikoblépharos Transliteration B: helikoblepharos Transliteration C: elikovlefaros Beta Code: e(likoble/faros

English (LSJ)

ον,

   A with ever-moving eyes, quick-glancing, epith. of Aphrodite, h.Hom.6.19, Hes.Th.16, Pi.Fr.123.5; of Alcmene, Id.P.4.172.

German (Pape)

[Seite 797] mit gewundenen, gebogenen, oder (vgl. ἑλίκωψ) mit leicht beweglichen Wimpern, d. i. mit lebhaften Augen; Aphrodite, H. h. 5, 19; Hes. Th. 16; Pind. frg. 88; Leda, P. 4, 172.

Greek (Liddell-Scott)

ἑλῐκοβλέφᾰρος: -ον, ἐπὶ γυναικός, ἡ ταχέως κινοῦσα τὰ βλέφαρα, ἡ ῥίπτουσα ταχὺ βλέμμα, χαῖρ’ ἑλικοβλέφαρε, περὶ τῆς Ἀφροδίτης, Ὕμν. Ὁμ. 6. 19, Ἡσ. Θ. 16, Πινδ. Ἀποσπ. 88· περὶ τῆς Λήδας, Πινδ. Π. 4. 304· πρβλ. ἑλίκωψ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux yeux mobiles ou vifs.
Étymologie: ἑλικός, βλέφαρον.

Spanish (DGE)

(ἑλῐκοβλέφᾰρος) -ον

• Alolema(s): -γλέφᾰρος Pi.P.4.172, Fr.123.8

• Morfología: [gen. -οιο Q.S.13.470]
que gira los ojos, de ojos vivarachos o alegresde Afrodita, Hes.Th.16, h.Hom.6.19, Pi.Fr.123.8, Orph.H.57.4, tal vez de la eólide Eurita, Hes.Fr.11.2, de Leda, Pi.P.4.172, de Maya, Simon.50.2, de Helena, Q.S.l.c.
interpr. como de hermosos ojos Hsch., Sch.Hes.Th.16b
o de negros ojos Eust.57.2.

Greek Monolingual

ἑλικοβλέφαρος, -ον (Α)
(για γυναίκα) αυτή που ρίχνει γρήγορες ματιές.

Greek Monotonic

ἑλῐκοβλέφᾰρος: -ον (βλέφαρον), αυτός που έχει γυριστά βλέφαρα, που έχει ζωηρό βλέμμα, σε Ομηρ. Ύμν.