ἐξείλλω: Difference between revisions
Ἀναβάντα γὰρ εἰς τὴν ἀκρόπολιν, καὶ διὰ τὴν ὑπερβολὴν τῆς λύπης προσκόψαντα τῷ ζῆν, ἑαυτὸν κατακρημνίσαι → For he ascended the acropolis and then, because he was disgusted with life by reason of his excessive grief, cast himself down the height
(12) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐξείλλω]] (AM) [[είλλω]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ξεφεύγω]], [[γλυτώνω]]<br /><b>1.</b> (για κυνηγετικά σκυλιά) [[ανακαλύπτω]] («ὑπὸ χαρᾱς καὶ μένους προϊᾱσιν ἐξείλλουσαι τὰ ἴχνη», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> [[εμποδίζω]] («ἐάν τις ἐξείλλῃ τινά τῆς ἐργασίας, ὑπόδικον ποιεῑ», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>3.</b> [[βγάζω]] [[πέτρα]] από την [[ουρήθρα]]. | |mltxt=[[ἐξείλλω]] (AM) [[είλλω]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ξεφεύγω]], [[γλυτώνω]]<br /><b>1.</b> (για κυνηγετικά σκυλιά) [[ανακαλύπτω]] («ὑπὸ χαρᾱς καὶ μένους προϊᾱσιν ἐξείλλουσαι τὰ ἴχνη», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> [[εμποδίζω]] («ἐάν τις ἐξείλλῃ τινά τῆς ἐργασίας, ὑπόδικον ποιεῑ», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>3.</b> [[βγάζω]] [[πέτρα]] από την [[ουρήθρα]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐξείλλω:'''<b class="num">I.</b> [[απαλλάσσω]], [[ξεμπερδεύω]], [[ξεμπλέκω]], σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> [[κρατώ]] με τη [[βία]] από, [[αποστερώ]] κάποιον από [[κάτι]], <i>τινά τινος</i>, σε Δημ. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:44, 30 December 2018
English (LSJ)
A = ἐξειλέω, disentangle, τὰ ἴχνη, of hounds at a check, X. Cyn.6.15. 2 keep forcibly from, debar from, ἐάν τις ἐξείλλῃ τινὰ τῆς ἐργασίας D.37.35, cf. Sol.Oxy.221 xiv 13; αἰ δέ χ' ὑπὸ πολέμω ἐγϝηληθίωντι ( ἐξειληθῶσι) Tab.Heracl.1.152. 3 force a stone from the urethra, prob. in Gal.19.659 (ἐξιλεῶσαι 'relieve the patient', Kühn).—ἐξίλλω is a v.l.
German (Pape)
[Seite 875] s. ἐξειλέω u. vgl. ἐξίλλω.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξείλλω: καὶ ἐξειλέω, ἐκτυλίσσω, ἀνακαλύπτω τὰ ἴχνη, ἐπὶ θηρευτικῶν κυνῶν, Ξεν. Κυν. 6, 15. 2) εἴργω, κωλύω τινὰ ἔκ τινος. ἐάν τις ἐξείλῃ τινὰ τῆς ἐργασίας Δημ. 976 ἐν τέλει, πρβλ. ἐξούλης δίκη. 3) ἐκβάλλω λίθον ἐκ τῆς οὐρήθρας. Γαλην. 4) ἐκφεύγω, ἐκεῖθεν ἐξειλήσας ἦλθον εἰς τήν.. Χάρυβδιν Ἰωάνν. Μαλαλ. σ. 121. 13· ― ἐξίλλω εἶναι διάφ. γραφ., ἴδε ἐν λ. εἴλω.
French (Bailly abrégé)
chasser de, déposséder de, gén..
Étymologie: var. de ἐξίλλω ; ἐξ, εἴλλω.
Greek Monolingual
ἐξείλλω (AM) είλλω
μσν.
ξεφεύγω, γλυτώνω
1. (για κυνηγετικά σκυλιά) ανακαλύπτω («ὑπὸ χαρᾱς καὶ μένους προϊᾱσιν ἐξείλλουσαι τὰ ἴχνη», Ξεν.)
2. εμποδίζω («ἐάν τις ἐξείλλῃ τινά τῆς ἐργασίας, ὑπόδικον ποιεῑ», Δημοσθ.)
3. βγάζω πέτρα από την ουρήθρα.
Greek Monotonic
ἐξείλλω:I. απαλλάσσω, ξεμπερδεύω, ξεμπλέκω, σε Ξεν.
II. κρατώ με τη βία από, αποστερώ κάποιον από κάτι, τινά τινος, σε Δημ.