ἐπιμελέομαι: Difference between revisions

4
(T22)
(4)
Line 24: Line 24:
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=ἐπιμελοῦμαι, and [[ἐπιμέλομαι]]: [[future]] ἐπιμελήσομαι; 1st aorist ἐπεμελήθην; [[with]] the genitive of the [[object]], to [[take]] [[care]] of a [[person]] or [[thing]] ([[ἐπί]] denoting [[direction]] of the [[mind]] toward the [[object]] cared for (cf. [[ἐπί]], D. 2)): [[Herodotus]] [[down]].)  
|txtha=ἐπιμελοῦμαι, and [[ἐπιμέλομαι]]: [[future]] ἐπιμελήσομαι; 1st aorist ἐπεμελήθην; [[with]] the genitive of the [[object]], to [[take]] [[care]] of a [[person]] or [[thing]] ([[ἐπί]] denoting [[direction]] of the [[mind]] toward the [[object]] cared for (cf. [[ἐπί]], D. 2)): [[Herodotus]] [[down]].)  
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐπιμελέομαι:''' και -[[μέλομαι]]· μέλ. <i>-μελήσομαι</i>, αόρ. αʹ <i>-εμελήθην</i>, παρακ. <i>-μεμέλημαι</i>· αποθ.,<br /><b class="num">I.</b> [[αναλαμβάνω]] την [[φροντίδα]], έχω την [[επιμέλεια]], έχω την [[επιστασία]], τη [[διοίκηση]] ενός πράγματος, με γεν., σε Ηρόδ., Αττ.· [[περί]] τινος, [[ὑπέρ]] τινος, σε Ξεν.· με αιτ. και απαρ., [[φροντίζω]] ώστε..., σε Θουκ. κ.λπ.· ομοίως και, ἐπ. [[ὅπως]], σε Πλάτ.· απόλ., [[δίνω]] [[προσοχή]], [[προσέχω]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για δημόσια αξιώματα, είμαι [[επιμελητής]] ενός πράγματος, σε Ξεν., Πλάτ.
}}
}}