ἐπιχέω: Difference between revisions

1,484 bytes added ,  30 December 2018
4
(14)
(4)
Line 36: Line 36:
{{grml
{{grml
|mltxt=(Α)<br /><b>βλ.</b> [[επιχύνω]].
|mltxt=(Α)<br /><b>βλ.</b> [[επιχύνω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐπιχέω:'''<b class="num">Α.</b> μέλ. <i>-χεῶ</i> (βλ. [[χέω]]), βʹ πρόσ. <i>ἐπιχεῖς</i>, αόρ. αʹ <i>ἐπέχεα</i>· Επικ. ενεστ. ἐπιχεύω, αόρ. αʹ [[ἐπέχευα]], απαρ. [[ἐπιχεῦαι]]·<br /><b class="num">1.</b> [[ρίχνω]] [[νερό]] πάνω στα χέρια μου, τα [[βρέχω]], σε Όμηρ., Αττ.· μεταφ., [[χύνω]] ή [[ρίχνω]] πάνω σε κάποιον [[κάτι]], [[ὕπνον]] τινί κ.λπ., σε Όμηρ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για στερεά σώματα, όπως το [[χώννυμι]], στον ίδ. <b>Β. I.</b> Μέσ., [[επιχύνω]] ή [[ρίχνω]] πάνω μου ή για [[χάρη]] του [[εαυτού]] μου, σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">II.</b> έχω χύσει για να πιει [[κάποιος]], [[ἐπιχέω]] ἄκρατόν τινος, το [[πίνω]] στην [[υγειά]] κάποιου, σε Θεόκρ. <b>Γ.</b> Παθ., επιχέομαι, ρίχνομαι [[επάνω]], σε Ξεν.· αόρ. αʹ ἐπεχύθην [ῠ], παρακ. <i>-κέχῠμαι</i>· μεταφ., λέγεται για [[πλήθος]] ανθρώπων, ξεχύνομαι σ' ένα [[μέρος]], [[ἐπέχυντο]] (Επικ. Παθ. αόρ. βʹ), σε Ομήρ. Ιλ.· ξεχύνομαι ως [[χείμαρρος]] πάνω σε, σε Ηρόδ.
}}
}}