ἐπιστρωφάω: Difference between revisions

4
(Autenrieth)
(4)
Line 21: Line 21:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=(frequentative of [[ἐπιστρέφω]]): [[haunt]]; [[πόληας]], Od. 17.486†.
|auten=(frequentative of [[ἐπιστρέφω]]): [[haunt]]; [[πόληας]], Od. 17.486†.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐπιστρωφάω:''' θαμιστικό του [[ἐπιστρέφω]], [[επισκέπτομαι]] ή [[συχνάζω]] σε ένα [[μέρος]], με αιτ. τόπου, σε Ομήρ. Οδ. — Μέσ., [[μπαίνω]] και [[βγαίνω]], [[συχνάζω]], [[επισκέπτομαι]], σε Αισχύλ., Ευρ.
}}
}}