3,274,915
edits
(13) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ἐπεισακτός, -ή, -όν (Μ)<br /><b>φρ.</b> «ἐπεισακτὸν [[κέρδος]]» — [[τόκος]]. | |mltxt=ἐπεισακτός, -ή, -όν (Μ)<br /><b>φρ.</b> «ἐπεισακτὸν [[κέρδος]]» — [[τόκος]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐπείσακτος:''' -ον, αυτός που εισήχθη [[επιπλέον]]· αυτός που εισάγεται από έξω, εισαγόμενος, [[αλλοδαπός]], [[ξένος]], σε Ευρ., Δημ. | |||
}} | }} |