ἐπείσακτος: Difference between revisions

4
(13)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=ἐπεισακτός, -ή, -όν (Μ)<br /><b>φρ.</b> «ἐπεισακτὸν [[κέρδος]]» — [[τόκος]].
|mltxt=ἐπεισακτός, -ή, -όν (Μ)<br /><b>φρ.</b> «ἐπεισακτὸν [[κέρδος]]» — [[τόκος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐπείσακτος:''' -ον, αυτός που εισήχθη [[επιπλέον]]· αυτός που εισάγεται από έξω, εισαγόμενος, [[αλλοδαπός]], [[ξένος]], σε Ευρ., Δημ.
}}
}}