3,273,735
edits
(14) |
(4) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐσθίω]] (AM)<br />[[τρώγω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για θηρία) [[καταβροχθίζω]]<br /><b>2.</b> (για [[φωτιά]] και διαβρωτική νόσο) [[κατατρώγω]] («πάντας πῡρ ἐσθίει», <b>Αισχύλ.</b><br />«ἔλκεα ἐσθιόμενα», Ιπποκρ.)<br /><b>3.</b> [[φθείρω]], [[στενοχωρώ]] («ἐσθίειν ἑαυτόν» — στενοχωρεί τον εαυτό του)<br /><b>4.</b> [[βάζω]] [[μέσα]] στο [[στόμα]] μου («[[ἐσθίω]] γλῶτταν αὐλοῡ», Φιλόστρ.)<br /><b>5.</b> [[καταξοδεύω]] («ἐσθίεται [[οἶκος]]» — η [[περιουσία]] κατασπαταλιέται, <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> α) «[[ἐσθίω]] τὴν χελύνην» — [[δαγκώνω]] το [[χείλος]]<br />β) «ὀδόντες ἐσθιόμενοι» — σαπισμένα δόντια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Τα [[εσθίω]] και [[έσθω]] [[είναι]] άλλοι τ. ενεστ. του <i>έδω</i>, που προήλθαν πιθ. από την αθέματη προστ. <i>έσθι</i> (Οδ. ρ 478) που αντιστοιχεί στο αρχ. ινδ. <i>addhi</i>]. | |mltxt=[[ἐσθίω]] (AM)<br />[[τρώγω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για θηρία) [[καταβροχθίζω]]<br /><b>2.</b> (για [[φωτιά]] και διαβρωτική νόσο) [[κατατρώγω]] («πάντας πῡρ ἐσθίει», <b>Αισχύλ.</b><br />«ἔλκεα ἐσθιόμενα», Ιπποκρ.)<br /><b>3.</b> [[φθείρω]], [[στενοχωρώ]] («ἐσθίειν ἑαυτόν» — στενοχωρεί τον εαυτό του)<br /><b>4.</b> [[βάζω]] [[μέσα]] στο [[στόμα]] μου («[[ἐσθίω]] γλῶτταν αὐλοῡ», Φιλόστρ.)<br /><b>5.</b> [[καταξοδεύω]] («ἐσθίεται [[οἶκος]]» — η [[περιουσία]] κατασπαταλιέται, <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> α) «[[ἐσθίω]] τὴν χελύνην» — [[δαγκώνω]] το [[χείλος]]<br />β) «ὀδόντες ἐσθιόμενοι» — σαπισμένα δόντια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Τα [[εσθίω]] και [[έσθω]] [[είναι]] άλλοι τ. ενεστ. του <i>έδω</i>, που προήλθαν πιθ. από την αθέματη προστ. <i>έσθι</i> (Οδ. ρ 478) που αντιστοιχεί στο αρχ. ινδ. <i>addhi</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐσθίω:''' παρατ. [[ἤσθιον]], μέλ. [[ἔδομαι]] από [[ἔδω]], παρακ. [[ἐδήδοκα]], Επικ. μτχ. [[ἐδηδώς]], υπερσ. <i>ἐδηδόκειν</i>, σε Λουκ. — Παθ., παρακ. [[ἐδήδεσμαι]], Επικ. γʹ ενικ. [[ἐδήδοται]]· ο αόρ. βʹ συμπληρώνεται από το [[φαγεῖν]]·<br /><b class="num">1.</b> [[τρώω]], Λατ. [[edo]] (πρβλ. [[ἔδω]]), σε Όμηρ. κ.λπ.· <i>ἐσθ. τινός</i>, [[τρώω]] από [[κάτι]] (επιμεριστική γεν.), σε Ξεν — Παθ., <i>οἶκοςἐσθίεται</i>, η [[περιουσία]] καταναλώνεται, η [[περιουσία]] κατατρώγεται, σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., πάντας [[πῦρ]] ἐσθίει, η [[φωτιά]] αφανίζει, ρημάζει τα πάντα, σε Ομήρ. Ιλ.· <i>ἐσθ. ἑαυτόν</i>, στενοχωριέμαι (όπως το Ομηρ. <i>ὃν θυμὸν κατέδων</i>), σε Αριστοφ.· <i>ἐσθ. τὴν χελύνην</i>, [[δαγκώνω]] το [[χείλος]], στον ίδ. | |||
}} | }} |