εὔκρηνος: Difference between revisions

4
(15)
(4)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εὔκρηνος]], -ον, επικ. τ. [[ἐΰκρηνος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει ωραίες κρήνες, βρύσες<br /><b>2.</b> αυτός που αρδεύεται καλά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>κρηνος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κρήνη]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αγχί</i>-<i>κρηνος</i>, <i>καλλί</i>-<i>κρηνος</i>].
|mltxt=[[εὔκρηνος]], -ον, επικ. τ. [[ἐΰκρηνος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει ωραίες κρήνες, βρύσες<br /><b>2.</b> αυτός που αρδεύεται καλά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>κρηνος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κρήνη]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αγχί</i>-<i>κρηνος</i>, <i>καλλί</i>-<i>κρηνος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''εὔκρηνος:''' -ον ([[κρήνη]]), αυτός που ποτίζεται, αρδεύεται [[καλά]], σε Ανθ.
}}
}}