εὔπαις: Difference between revisions

4
(15)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εὔπαις]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει καλά και [[πολλά]] [[παιδιά]], ο [[ευτυχής]] ως [[προς]] τα [[τέκνα]]<br /><b>2.</b> το εξαιρετικό, το πιο [[ωραίο]] [[παιδί]]<br /><b>3.</b> αυτός που έχει καλούς μαθητές, σπουδαίους απογόνους ή ομοτέχνους («ἀναβοάσομαι τὸν εὔπαιδα Ἀσκληπιόν» — θα υπενθυμίσω τον Ασκληπιό που έχει πολλούς και καλούς μαθητές, δηλ. μεγάλους γιατρούς, <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[παις]]].
|mltxt=[[εὔπαις]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει καλά και [[πολλά]] [[παιδιά]], ο [[ευτυχής]] ως [[προς]] τα [[τέκνα]]<br /><b>2.</b> το εξαιρετικό, το πιο [[ωραίο]] [[παιδί]]<br /><b>3.</b> αυτός που έχει καλούς μαθητές, σπουδαίους απογόνους ή ομοτέχνους («ἀναβοάσομαι τὸν εὔπαιδα Ἀσκληπιόν» — θα υπενθυμίσω τον Ασκληπιό που έχει πολλούς και καλούς μαθητές, δηλ. μεγάλους γιατρούς, <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[παις]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''εὔπαις:''' παιδος, ὁ, ἡ, ευλογημένος με [[παιδιά]], δηλ. με [[πολλά]] ή [[καλά]] [[παιδιά]], σε Ομηρ. Ύμν., Ηρόδ., Αττ.· [[γόνος]] [[εὔπαις]], [[ευγενής]] [[γιος]], σε Ευρ.
}}
}}