εὐεργέτημα: Difference between revisions

4
(15)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=το (ΑΜ [[εὐεργέτημα]]) [[ευεργετώ]]<br />αγαθή και ωφέλιμη [[πράξη]] που γίνεται για κάποιον<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>(νομ.)</b> ευεργετική [[διάταξη]] ενός νόμου που επιτρέπει ιδιάζουσα [[λύση]] σε ορισμένες περιπτώσεις, η οποία ευνοεί ορισμένα άτομα ή τάξεις ατόμων («[[εὐεργέτημα]] πολυτέκνων»).
|mltxt=το (ΑΜ [[εὐεργέτημα]]) [[ευεργετώ]]<br />αγαθή και ωφέλιμη [[πράξη]] που γίνεται για κάποιον<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>(νομ.)</b> ευεργετική [[διάταξη]] ενός νόμου που επιτρέπει ιδιάζουσα [[λύση]] σε ορισμένες περιπτώσεις, η οποία ευνοεί ορισμένα άτομα ή τάξεις ατόμων («[[εὐεργέτημα]] πολυτέκνων»).
}}
{{lsm
|lsmtext='''εὐεργέτημα:''' -ατος, τό, αγαθή, [[καλή]] [[υπηρεσία]], [[καλοσύνη]], [[αγαθοεργία]] σε Ξεν.
}}
}}