εὐμήχανος: Difference between revisions

4
(15)
(4)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[εὐμήχανος]], -ον<br />Α δωρ. τ. [[εὐμάχανος]], -ον)<br />(<b>για πρόσ.</b>) [[επιτήδειος]] στο να επινοεί, [[επινοητικός]], [[ευρετικός]], [[εφευρετικός]] («οἱ μὲν εὐμήχανοι πρὸς τὸν βίον, οἱ δ' ἀμηχανώτεροι» — άλλοι μεν [[είναι]] επινοητικοί για τη [[συντήρηση]] της ζωής, άλλοι δε φτωχότεροι σε επινοήσεις, <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για πουλιά ή για μέλισσες) [[γεμάτος]] επινοήσεις για τις απαιτήσεις της ζωής<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ εὐμήχανον</i><br />η [[ευμηχανία]]<br /><b>3.</b> (για πράγματα) αυτός που εφευρέθηκε, που επινοήθηκε με [[ευφυΐα]], με [[εφευρετικότητα]] («ἐκ τῶν ἀμηχάνων πόρους εὐμηχάνους πορίζων», <b>Αριστοφ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>εὐμηχάνως</i> (ΑΜ)<br />με έξυπνο τρόπο, εύστροφα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[μηχανή]].
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[εὐμήχανος]], -ον<br />Α δωρ. τ. [[εὐμάχανος]], -ον)<br />(<b>για πρόσ.</b>) [[επιτήδειος]] στο να επινοεί, [[επινοητικός]], [[ευρετικός]], [[εφευρετικός]] («οἱ μὲν εὐμήχανοι πρὸς τὸν βίον, οἱ δ' ἀμηχανώτεροι» — άλλοι μεν [[είναι]] επινοητικοί για τη [[συντήρηση]] της ζωής, άλλοι δε φτωχότεροι σε επινοήσεις, <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για πουλιά ή για μέλισσες) [[γεμάτος]] επινοήσεις για τις απαιτήσεις της ζωής<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ εὐμήχανον</i><br />η [[ευμηχανία]]<br /><b>3.</b> (για πράγματα) αυτός που εφευρέθηκε, που επινοήθηκε με [[ευφυΐα]], με [[εφευρετικότητα]] («ἐκ τῶν ἀμηχάνων πόρους εὐμηχάνους πορίζων», <b>Αριστοφ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>εὐμηχάνως</i> (ΑΜ)<br />με έξυπνο τρόπο, εύστροφα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[μηχανή]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''εὐμήχᾰνος:''' Δωρ. εὐ-μάχ-[ᾱ], -ον,<br /><b class="num">I.</b> λέγεται για πρόσωπα, [[ικανός]] στην [[επινόηση]], [[επινοητικός]], [[εφευρετικός]], σε Αισχύλ., Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> Παθ., λέγεται για πράγματα, αυτός που επινοήθηκε έξυπνα, [[ευφυής]], δεξιοτεχνικός, σε Αριστοφ., Πλάτ.
}}
}}