Anonymous

ἐφέδρα: Difference between revisions

From LSJ
4
(15)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (Α [[ἐφέδρα]], ιων. τ. επέδρη)) [[εφέζομαι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[γένος]] γυμνόσπερμων [[φυτών]], το μόνο [[μέλος]] της οικογένειας εφεδρίδες και της τάξης εφεδρώδη<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το να κάθεται [[κάποιος]] [[πάνω]] σε ένα [[μέρος]], το καθισιό<br /><b>2.</b> [[πολιορκία]], [[αποκλεισμός]] («ἐπέδρην ποιήσασθαι», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>3.</b> [[περιφρούρηση]] πολιορκημένου μέρους<br /><b>4.</b> [[βάση]], [[υποστήριγμα]]<br /><b>5.</b> (για άλογα) [[στάβλος]]<br /><b>6.</b> η [[επιφάνεια]] του κατωφλιού<br /><b>7.</b> <b>βοτ.</b> το [[φυτό]] [[ίππουρις]].
|mltxt=η (Α [[ἐφέδρα]], ιων. τ. επέδρη)) [[εφέζομαι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[γένος]] γυμνόσπερμων [[φυτών]], το μόνο [[μέλος]] της οικογένειας εφεδρίδες και της τάξης εφεδρώδη<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το να κάθεται [[κάποιος]] [[πάνω]] σε ένα [[μέρος]], το καθισιό<br /><b>2.</b> [[πολιορκία]], [[αποκλεισμός]] («ἐπέδρην ποιήσασθαι», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>3.</b> [[περιφρούρηση]] πολιορκημένου μέρους<br /><b>4.</b> [[βάση]], [[υποστήριγμα]]<br /><b>5.</b> (για άλογα) [[στάβλος]]<br /><b>6.</b> η [[επιφάνεια]] του κατωφλιού<br /><b>7.</b> <b>βοτ.</b> το [[φυτό]] [[ίππουρις]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐφέδρα:''' Ιων. ἐπ-[[έδρη]], ἡ, [[παραμονή]] σε ή [[μπροστά]] από [[τόπο]], [[πολιορκία]], [[αποκλεισμός]], Λατ. [[obsessio]], σε Ηρόδ.
}}
}}