θεόκραντος: Difference between revisions

4
(16)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[θεόκραντος]], -ον (Α)<br />αυτός που εκτελέστηκε ή δημιουργήθηκε από τους θεούς («τὶ τῶν δ'οὐ θεόκραντόν έστιν», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θεο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>κραντος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κραίνω]] «[[πραγματοποιώ]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>δημό</i>-<i>κραντος</i>, <i>πολεμό</i>-<i>κραντος</i>].
|mltxt=[[θεόκραντος]], -ον (Α)<br />αυτός που εκτελέστηκε ή δημιουργήθηκε από τους θεούς («τὶ τῶν δ'οὐ θεόκραντόν έστιν», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θεο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>κραντος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κραίνω]] «[[πραγματοποιώ]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>δημό</i>-<i>κραντος</i>, <i>πολεμό</i>-<i>κραντος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''θεόκραντος:''' -ον ([[κραίνω]]), αυτός που έχει φτιαχτεί, έχει δουλευθεί από τους θεούς, σε Αισχύλ.
}}
}}