ἰχθυοτρόφος: Difference between revisions

5
(18)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ο (Α [[ἰχθυοτρόφος]], -ον)<br />(για [[θάλασσα]], [[λίμνη]], ποταμό) αυτός που τρέφει άφθονα ψάρια, αυτός που [[είναι]] [[γεμάτος]] ψάρια<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[ιχθυοτρόφος]]<br />αυτός που ασχολείται με την [[ιχθυοτροφία]], ο [[ιχθυοκόμος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰχθυ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>τρόφος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τρέφω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ιππο</i>-<i>τρόφος</i>, <i>κτηνο</i>-<i>τρόφος</i>].
|mltxt=-ο (Α [[ἰχθυοτρόφος]], -ον)<br />(για [[θάλασσα]], [[λίμνη]], ποταμό) αυτός που τρέφει άφθονα ψάρια, αυτός που [[είναι]] [[γεμάτος]] ψάρια<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[ιχθυοτρόφος]]<br />αυτός που ασχολείται με την [[ιχθυοτροφία]], ο [[ιχθυοκόμος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰχθυ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>τρόφος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τρέφω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ιππο</i>-<i>τρόφος</i>, <i>κτηνο</i>-<i>τρόφος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἰχθυοτρόφος:''' -ον, αυτός που εκτρέφει ψάρια, αυτός που είναι [[γεμάτος]] από ψάρια, σε Πλούτ.
}}
}}