ἰσχαλέος: Difference between revisions

5
(18)
(5)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἰσχαλέος]], -α, -ον (<b>ποιητ. τ.</b>) (Α)<br /><b>1.</b> πολύ [[λεπτός]]<br /><b>2.</b> πολύ [[μικρός]], [[μηδαμινός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. συνδέεται με το επίθ. [[ισχνός]] και εμφανίζει [[επίθημα]] -<i>αλέος</i>].
|mltxt=[[ἰσχαλέος]], -α, -ον (<b>ποιητ. τ.</b>) (Α)<br /><b>1.</b> πολύ [[λεπτός]]<br /><b>2.</b> πολύ [[μικρός]], [[μηδαμινός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. συνδέεται με το επίθ. [[ισχνός]] και εμφανίζει [[επίθημα]] -<i>αλέος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἰσχᾰλέος:''' -α, -ον, ποιητ. αντί [[ἰσχνός]], [[λεπτός]], [[αδύνατος]], σε Ομήρ. Οδ.
}}
}}