3,273,145
edits
(18) |
(5) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-α, -ο και -ικο (AM κακοῡργος, -ον, Α ποιητ. τ. [[κακοεργής]], -ές και [[κακοεργός]], -όν)<br /><b>1.</b> <b>ως ουσ.</b> <i>ο [[κακούργος]], <i>η κακούργα</i>, <i>το κακούργο</i> και <i>κακούργικο</i><br />[[ένοχος]] κακουργήματος, [[κακοποιός]], [[εγκληματίας]] («ἐσταύρωσαν αὐτὸν καὶ τοὺς κακούργους, ὃν μὲν ἐκ δεξιῶν ὃν δὲ ἐξ ἀριστερῶν», ΚΔ)<br /><b>2.</b> πολύ [[κακός]], [[εγκληματικός]] (α. «κακοῡργος [[ἀνήρ]]» β. «κακοῡργος [[μάχαιρα]]» γ. «κακούργα ένστικτα»)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />(για ελαττώματα) [[επιβλαβής]], [[βλαβερός]] (α. «[[ἄγνοια]] κακουργοτάτη καὶ αἰσχίστη», <b>Πλάτ.</b><br />β. «νεανικόν τι καὶ κακοῡργον... [[κατά]] τών ἐκδιδομένων», Θ. Μετοχ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> πολύ [[σκληρός]], [[ανελέητος]] («κακοῡργος μὲν τῶν ἄλλων, ἑαυτοῡ δὲ πολὺ κακουργότερος», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> (ειδ. στο αττ. [[δίκαιο]]) [[κλέφτης]], [[ληστής]] («ὁ τῶν κακούργων [[νόμος]]», Αντιφ.). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κακούργως</i> (Α)<br />με [[κακουργία]], με κακούργο τρόπο, με κακούργα ένστικτα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κακ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>οῦργος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἔργον]]). Σημειώνεται ότι το [[κακοῦργος]] και το <i>πανοῡργος</i> αποτελούν τα μόνα παροξυτονούμενα (προπερισπώμενα) [[σύνθετα]] σε -<i>ουργος</i> [[έναντι]] τών λοιπών που σχηματίζονται κανονικώς σε -<i>ουργός</i> ([[δημιουργός]], [[δραματουργός]], [[λειτουργός]], [[ξυλουργός]], [[σιδηρουργός]] [[υπουργός]], <b>κ.λπ.</b>)]. | |mltxt=-α, -ο και -ικο (AM κακοῡργος, -ον, Α ποιητ. τ. [[κακοεργής]], -ές και [[κακοεργός]], -όν)<br /><b>1.</b> <b>ως ουσ.</b> <i>ο [[κακούργος]], <i>η κακούργα</i>, <i>το κακούργο</i> και <i>κακούργικο</i><br />[[ένοχος]] κακουργήματος, [[κακοποιός]], [[εγκληματίας]] («ἐσταύρωσαν αὐτὸν καὶ τοὺς κακούργους, ὃν μὲν ἐκ δεξιῶν ὃν δὲ ἐξ ἀριστερῶν», ΚΔ)<br /><b>2.</b> πολύ [[κακός]], [[εγκληματικός]] (α. «κακοῡργος [[ἀνήρ]]» β. «κακοῡργος [[μάχαιρα]]» γ. «κακούργα ένστικτα»)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />(για ελαττώματα) [[επιβλαβής]], [[βλαβερός]] (α. «[[ἄγνοια]] κακουργοτάτη καὶ αἰσχίστη», <b>Πλάτ.</b><br />β. «νεανικόν τι καὶ κακοῡργον... [[κατά]] τών ἐκδιδομένων», Θ. Μετοχ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> πολύ [[σκληρός]], [[ανελέητος]] («κακοῡργος μὲν τῶν ἄλλων, ἑαυτοῡ δὲ πολὺ κακουργότερος», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> (ειδ. στο αττ. [[δίκαιο]]) [[κλέφτης]], [[ληστής]] («ὁ τῶν κακούργων [[νόμος]]», Αντιφ.). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κακούργως</i> (Α)<br />με [[κακουργία]], με κακούργο τρόπο, με κακούργα ένστικτα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κακ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>οῦργος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἔργον]]). Σημειώνεται ότι το [[κακοῦργος]] και το <i>πανοῡργος</i> αποτελούν τα μόνα παροξυτονούμενα (προπερισπώμενα) [[σύνθετα]] σε -<i>ουργος</i> [[έναντι]] τών λοιπών που σχηματίζονται κανονικώς σε -<i>ουργός</i> ([[δημιουργός]], [[δραματουργός]], [[λειτουργός]], [[ξυλουργός]], [[σιδηρουργός]] [[υπουργός]], <b>κ.λπ.</b>)]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''κᾰκοῦργος:''' Επικ. κακο-εργός, -όν (*[[ἔργω]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[κακοποιός]], [[βλαπτικός]], [[φαύλος]], διεφθαρμένος, [[μοχθηρός]], γαστὴρ [[κακοεργός]], επίμονη, πιεστική, απαιτητική, σε Ομήρ. Οδ.· <i>κακοῦργοι κλῶπες</i>, σε Ηρόδ.· [[ἀνήρ]], σε Σοφ.· κακουργότατος [[λόγος]], σε Δημ.<br /><b class="num">2.</b> ως ουσ., [[κακοποιός]], [[εγκληματίας]], σε Θουκ. κ.λπ.· [[ιδίως]], [[κλέφτης]], [[ληστής]], σε Δημ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που προξενεί [[βλάβη]], [[επιβλαβής]], με γεν., <i>κ. εἶναί τινος</i>, αυτός που βλάπτει, καταστρέφει κάποιον, σε Ξεν. | |||
}} | }} |