καμινεύω: Difference between revisions

5
(19)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=(Α [[καμινεύω]]) [[κάμινος]]<br />[[λειώνω]] σε κάμινο, [[κατεργάζομαι]] [[μέταλλο]] ή [[άλλη]] ύλη σε [[καμίνι]] («[[σίδηρος]] καμινευόμενος», <b>Στράβ.</b>).
|mltxt=(Α [[καμινεύω]]) [[κάμινος]]<br />[[λειώνω]] σε κάμινο, [[κατεργάζομαι]] [[μέταλλο]] ή [[άλλη]] ύλη σε [[καμίνι]] («[[σίδηρος]] καμινευόμενος», <b>Στράβ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''κᾰμῑνεύω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[θερμαίνω]] στην κάμινο, σε Αριστ.
}}
}}