κατάχαρμα: Difference between revisions

5
(20)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κατάχαρμα]], τὸ (Α) [[καταχαίρω]]<br /><b>1.</b> [[πράγμα]] ή [[πράξη]] που προκαλεί [[χαρά]]<br /><b>2.</b> [[άνθρωπος]] ή [[πράγμα]] που προκαλεί σκωπτικό [[γέλιο]], [[περίγελος]].
|mltxt=[[κατάχαρμα]], τὸ (Α) [[καταχαίρω]]<br /><b>1.</b> [[πράγμα]] ή [[πράξη]] που προκαλεί [[χαρά]]<br /><b>2.</b> [[άνθρωπος]] ή [[πράγμα]] που προκαλεί σκωπτικό [[γέλιο]], [[περίγελος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κατάχαρμα:''' -ατος, τό ([[καταχαίρω]]), [[αντικείμενο]] κοροϊδίας, [[περίγελως]], σε Θέογν.
}}
}}