3,255,243
edits
(22) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κυδάζω]] (Α)<br />[[βρίζω]] («Ἄμυκε, μὴ κύδαζέ μοι τὸν πρεσβύτερον ἀδελφεόν», Επίχ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. ανάγεται πιθ. σε μηδενισμένη [[βαθμίδα]] <i>kud</i>- της ΙΕ ρίζας <i>keu</i><i>ә</i><i>d</i>- «[[κραυγάζω]], [[βρίζω]], [[επιπλήττω]]», [[οπότε]] θα συνδέεται με σλαβικές και γερμανικές λ. που σημαίνουν «[[βρίζω]], [[επιπλήττω]]», <b>[[πρβλ]].</b> αρχ. σλαβ. <i>kuditi</i> «μέμφεσθαι», μέσ. άνω γερμ. <i>gehiuze</i> «[[κραυγή]], [[σαρκασμός]]», πιθ. αρχ. ινδ. <i>kutsάyati</i> «[[κατηγορώ]], [[κοροϊδεύω]]» και μέσ. αγγλ. <i>sch</i><i>ū</i><i>ten</i> «[[κραυγάζω]]»]. | |mltxt=[[κυδάζω]] (Α)<br />[[βρίζω]] («Ἄμυκε, μὴ κύδαζέ μοι τὸν πρεσβύτερον ἀδελφεόν», Επίχ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. ανάγεται πιθ. σε μηδενισμένη [[βαθμίδα]] <i>kud</i>- της ΙΕ ρίζας <i>keu</i><i>ә</i><i>d</i>- «[[κραυγάζω]], [[βρίζω]], [[επιπλήττω]]», [[οπότε]] θα συνδέεται με σλαβικές και γερμανικές λ. που σημαίνουν «[[βρίζω]], [[επιπλήττω]]», <b>[[πρβλ]].</b> αρχ. σλαβ. <i>kuditi</i> «μέμφεσθαι», μέσ. άνω γερμ. <i>gehiuze</i> «[[κραυγή]], [[σαρκασμός]]», πιθ. αρχ. ινδ. <i>kutsάyati</i> «[[κατηγορώ]], [[κοροϊδεύω]]» και μέσ. αγγλ. <i>sch</i><i>ū</i><i>ten</i> «[[κραυγάζω]]»]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''κῠδάζω:''' ([[κύδος]], ὁ), [[βρίζω]], βλασφημώ, [[διασύρω]] — Παθ., γίνονται [[αντικείμενο]] ονειδισμού, σε Σοφ. | |||
}} | }} |