3,277,206
edits
(23) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-α, -ο (Α λιμναῑος, -αία, -ον, ποιητ. θηλ. [[λιμνάς]], -[[άδος]]) [[λίμνη]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει, αναφέρεται, υπάρχει ή ζει σε [[λίμνη]] (α. «[[λιμναία]] φυτά» β. «[[λιμναίος]] [[πολιτισμός]]» γ. «ὄρνιθας χερσαίους καὶ λιμναίους»<br /><b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> (για [[νερό]]) αυτό που λιμνάζει, [[στάσιμο]]<br /><b>3.</b> (για [[σκάφος]]) προορισμένο για [[λίμνη]] («οὐ γὰρ πλείονας οἷά τε φέρειν τὰ λιμναῑα [[σκάφη]]», Ηλιόδ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[τοποθεσία]] τών Αθηνών Λίμνες, [[κοντά]] στην Ακρόπολη, ή προέρχεται από αυτήν<br /><b>2.</b> (<b>το αρσ. ως κύριο όν.</b>) <i>ὁ Λιμναῑος</i><br />[[προσωνυμία]] του Διονύσου, από τον ναό του που βρισκόταν στην [[περιοχή]] Λίμνες<br /><b>3.</b> (<b>το θηλ. ως κύριο όν.</b>) <i>ἡ Λιμναία</i><br />[[προσωνυμία]] της Αρτέμιδος και της Δήμητρος<br /><b>4.</b> (το ουδ. ως κύριο όν.) <i>τὸ Λιμναῑον</i><br /><i>ο</i> [[ναός]] της Αρτέμιδος που βρισκόταν στα [[σύνορα]] της Λακωνικής και της Μεσσηνίας<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «λιμναῑα κρηνών [[τέκνα]]» — οι βάτραχοι. | |mltxt=-α, -ο (Α λιμναῑος, -αία, -ον, ποιητ. θηλ. [[λιμνάς]], -[[άδος]]) [[λίμνη]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει, αναφέρεται, υπάρχει ή ζει σε [[λίμνη]] (α. «[[λιμναία]] φυτά» β. «[[λιμναίος]] [[πολιτισμός]]» γ. «ὄρνιθας χερσαίους καὶ λιμναίους»<br /><b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> (για [[νερό]]) αυτό που λιμνάζει, [[στάσιμο]]<br /><b>3.</b> (για [[σκάφος]]) προορισμένο για [[λίμνη]] («οὐ γὰρ πλείονας οἷά τε φέρειν τὰ λιμναῑα [[σκάφη]]», Ηλιόδ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[τοποθεσία]] τών Αθηνών Λίμνες, [[κοντά]] στην Ακρόπολη, ή προέρχεται από αυτήν<br /><b>2.</b> (<b>το αρσ. ως κύριο όν.</b>) <i>ὁ Λιμναῑος</i><br />[[προσωνυμία]] του Διονύσου, από τον ναό του που βρισκόταν στην [[περιοχή]] Λίμνες<br /><b>3.</b> (<b>το θηλ. ως κύριο όν.</b>) <i>ἡ Λιμναία</i><br />[[προσωνυμία]] της Αρτέμιδος και της Δήμητρος<br /><b>4.</b> (το ουδ. ως κύριο όν.) <i>τὸ Λιμναῑον</i><br /><i>ο</i> [[ναός]] της Αρτέμιδος που βρισκόταν στα [[σύνορα]] της Λακωνικής και της Μεσσηνίας<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «λιμναῑα κρηνών [[τέκνα]]» — οι βάτραχοι. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''λιμναῖος:''' -α, -ον ([[λίμνη]]), αυτός που ανήκει ή προέρχεται από [[λίμνη]] ή [[έλος]], <i>ὄρνιθας χερσαίους τε καὶ λιμναίους</i>, πουλιά που ζουν μαζί στο [[νερό]] και στην [[ξηρά]], σε Ηρόδ., Αριστοφ. | |||
}} | }} |