3,273,408
edits
(23) |
(5) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μακρόκωλος]], -ον (AM)<br /><b>μσν.</b><br />αυτός που έχει [[μακριά]] πόδια, [[μακροσκελής]] («τῶν κυνῶν ἐγκρίνουσι τοὺς μακροκώλους», Γεωπ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για σφενδόνα) αυτή που έχει μακρούς ιμάντες<br /><b>2.</b> (για φράσεις, προτάσεις <b>κ.λπ.</b>) αυτός που αποτελείται από μεγάλα κώλα, από μεγάλες ημιπεριόδους («μακρόκωλοι περίοδοι καὶ βραχύκωλοι», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>3.</b> (<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οἱ μακρόκωλοι</i><br />αυτοί που μεταχειρίζονται μεγάλα κώλα περιόδου, μεγάλες ημιπεριόδους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μακρ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[κῶλον]] «[[σκέλος]]» (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ισό</i>-<i>κωλος</i>, <i>μονό</i>-<i>κωλος</i>)]. | |mltxt=[[μακρόκωλος]], -ον (AM)<br /><b>μσν.</b><br />αυτός που έχει [[μακριά]] πόδια, [[μακροσκελής]] («τῶν κυνῶν ἐγκρίνουσι τοὺς μακροκώλους», Γεωπ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για σφενδόνα) αυτή που έχει μακρούς ιμάντες<br /><b>2.</b> (για φράσεις, προτάσεις <b>κ.λπ.</b>) αυτός που αποτελείται από μεγάλα κώλα, από μεγάλες ημιπεριόδους («μακρόκωλοι περίοδοι καὶ βραχύκωλοι», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>3.</b> (<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οἱ μακρόκωλοι</i><br />αυτοί που μεταχειρίζονται μεγάλα κώλα περιόδου, μεγάλες ημιπεριόδους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μακρ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[κῶλον]] «[[σκέλος]]» (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ισό</i>-<i>κωλος</i>, <i>μονό</i>-<i>κωλος</i>)]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''μακρόκωλος:''' -ον ([[κῶλον]]),·<br /><b class="num">1.</b> αυτός που έχει [[μακρά]] σκέλη· ἡ [[μακρόκωλος]], είδος κρεμασταριού, σε Στράβ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για φράσεις, [[μακροπερίοδος]] [[λόγος]], σε Αριστ. | |||
}} | }} |