μονόκωλος: Difference between revisions

5
(25)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μονόκωλος]], ιων. τ. μουνόκωλος, -ον (Α)<br /><b>1.</b> (για χορευτή) αυτός που χορεύει με το ένα [[πόδι]]<br /><b>2.</b> (για [[φυτό]]) αυτός που αποτελείται από έναν βλαστό<br /><b>3.</b> (για [[οικοδόμημα]]) αυτό που αποτελείται από έναν όροφο<br /><b>4.</b> (για περίοδο) αυτός που αποτελείται από ένα μόνο κώλο<br /><b>5.</b> (για λόγο) [[μονότονος]], [[χωρίς]] [[ποικιλία]]<br /><b>6.</b> (για [[έθνος]]) αυτό που αποτελείται από ένα μόνο [[είδος]]<br /><b>7.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[μονόκωλος]]<br />[[επίδεσμος]] προορισμένος για ένα [[σκέλος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>μονοκώλως</i> (Α)<br />μονότονα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μον</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>κωλος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κῶλον]])].
|mltxt=[[μονόκωλος]], ιων. τ. μουνόκωλος, -ον (Α)<br /><b>1.</b> (για χορευτή) αυτός που χορεύει με το ένα [[πόδι]]<br /><b>2.</b> (για [[φυτό]]) αυτός που αποτελείται από έναν βλαστό<br /><b>3.</b> (για [[οικοδόμημα]]) αυτό που αποτελείται από έναν όροφο<br /><b>4.</b> (για περίοδο) αυτός που αποτελείται από ένα μόνο κώλο<br /><b>5.</b> (για λόγο) [[μονότονος]], [[χωρίς]] [[ποικιλία]]<br /><b>6.</b> (για [[έθνος]]) αυτό που αποτελείται από ένα μόνο [[είδος]]<br /><b>7.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[μονόκωλος]]<br />[[επίδεσμος]] προορισμένος για ένα [[σκέλος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>μονοκώλως</i> (Α)<br />μονότονα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μον</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>κωλος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κῶλον]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μονόκωλος:''' -ον, Ιων. μουνο-, -ον ([[κῶλον]]), αυτός που έχει μόνο ένα [[πόδι]]· λέγεται για κτίρια, αυτό που έχει ένα μόνο [[πάτωμα]], σε Ηρόδ.· λέγεται για περίοδο λόγου, αυτή που αποτελείται από [[μία]] μόνο [[πρόταση]], σε Αριστ.· γενικά, αυτός που ανήκει σε ένα μόνο είδος, που έχει [[μία]] μόνο [[πλευρά]], [[μονόπλευρος]], στον ίδ.
}}
}}