3,277,286
edits
(26) |
(5) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το (ΑΜ [[νεανίευμα]]) [[νεανιεύομαι]]<br />(με κακή σημ.) [[νεανικός]] [[τρόπος]] συμπεριφοράς, απερίσκεπτη [[πράξη]]. | |mltxt=το (ΑΜ [[νεανίευμα]]) [[νεανιεύομαι]]<br />(με κακή σημ.) [[νεανικός]] [[τρόπος]] συμπεριφοράς, απερίσκεπτη [[πράξη]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''νεᾱνίευμα:''' -ατος, τό, νεανική, δηλ. τολμηρή ή (με αρνητική [[σημασία]]) απερίσκεπτη [[ενέργεια]] ή [[απερίσκεπτος]] [[λόγος]], σε Πλάτ. κ.λπ. | |||
}} | }} |